τελεσιγραφικός

τελεσιγραφικός
ή, -ό, Ν
διατυπωμένος με ύφος και συντομία τελεσιγράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελεσίγραφο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τελεσιγραφικός — ή, ό αυτός που διατυπώνεται με τελεσίγραφο (βλ. λ.): Τελεσιγραφική διπλωματική διακοίνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”